ενορχηστρώνω

ενορχηστρώνω
[-ώ (ο)] μετ. муз. оркестровать, инструментовать

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "ενορχηστρώνω" в других словарях:

  • ενορχηστρώνω — ενορχηστρώνω, ενορχήστρωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ενορχηστρώνω — συνθέτω το μέρος τής ορχήστρας, κατανέμω τους φθόγγους μιας μουσικής σύνθεσης στα όργανα τα οποία θα τήν εκτελέσουν. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου (πρβλ. αγγλ. orchestrate, instrument] …   Dictionary of Greek

  • ενορχηστρώνω — ενορχήστρωσα, ενορχηστρώθηκα, ενορχηστρωμένος, μτβ., κατανέμω τα μέρη μουσικής σύνθεσης στα διάφορα όργανα της ορχήστρας, συνθέτω το μέρος της ορχήστρας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»